- Λυκίου
- Λύκιοςthe Lyciansmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λυκίου — λύκιον dyer s buckthorn neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
DANAUS — Aegypti frater, Argivorum Rex IX. Danaidum pater, qui Sthenelo Rege, vel huius fil. Gelanore, expulso, Argos tenuit, ibiqueve quinquaginta annos regnavit. Ab eo Graeci qui Pelasgi prius Danai dicti, literas Graecas reperisse dicitur. Euseb. in… … Hofmann J. Lexicon universale
Σόλυμοι — Αρχαίος πολεμικός λαός της Λυκίας, που κατοικούσε στα Σόλυμα όρη. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Όμηρου ο λαός αυτός ήταν εχθρικός προς τους Λύκιους, με τους οποίους ήρθε επανειλημμένα σε σύγκρουση. Κάποτε ο βασιλιάς της Λυκίας Προίτος έστειλε εναντίον … Dictionary of Greek
φιλολύκιος — ον, Α φίλος τού Λυκίου, τού χαλκουργού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + Λύκιος] … Dictionary of Greek